- δέλτος
- η (AM δέλτος)1. μικρός πίνακας για γράψιμο2. ιστορικό γραπτό μνημείο, διαθήκη, βιβλίο («οι δέλτοι τής ιστορίας», «αἱ δώδεκα δέλτοι»)αρχ.1. μικρός πίνακας, δίπτυχος, τριγωνικού συνήθως σχήματος, αλειμμένος με κερί, στον οποίο έγραφαν2. επιστολή, γράμμα3. ζωγραφικός πίνακας4. το σχολικό αβάκιο, η πλάκα5. φρ. «ἱεραὶ δέλτοι» — πίνακες στους οποίους γράφονταν από τους Ρωμαίους αρχιερείς τα χρονικά τού προηγούμενου έτουςβ) φρ. «Ομήρου δέλτοι» — τα βιβλία, τα έπη τού Ομήρουγ) «μνήμοσιν... δέλτοις φρενῶν» — στο βιβλίο τής καρδιάς, στην παντοτινή ανάμνηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι, αν ληφθεί ως πρωταρχική η σημ. «μικρός πίνακας», η λ. δέλτος συνδέεται αφενός μεν με τα δαιδάλλω*, λατ. dolāre, αφετέρου δε με τις γερμ. λέξεις για τη «σκηνή» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. zelt, αγγλοσαξ. teld, αρχ. νορβ. tiald κ.ά.) και ανάγεται σε IE *deltom. Αλλά η σημασιολογική απόκλιση δημιουργεί πρόβλημα στον συσχετισμό αυτό. Κατ' άλλους, πρόκειται για δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεωςπρβλ. εβρ. delet «πόρτα, πινακίδα»].
Dictionary of Greek. 2013.